γένος

γένος
γένος, εος or ους, τό,
A race, stock, kin,

ἀμφοτέροισιν ὁμὸν γ. ἠδ' ἴα πάτρη Il.13.354

;

αἷμά τε καὶ γ. Od.8.583

;

ὑμετέρου δ' οὐκ ἔστι γένεος βασιλεύτερον 15.533

;

γένος πατέρων αἰσχυνέμεν Il.6.209

;

γ. ἀπόλωλε τοκήων Od.4.62

;

ὅθι τοι γένος ἐστὶ καὶ αὐτῇ 6.35

: freq. abs. in acc., ἐξ Ἰθάκης γένος εἰμί from Ithaca I am by race, 15.267, cf. Il. 5.544,896, S.Ph.239, etc.; in [dialect] Att. freq. with the Art.,

ποδαπὸς τὸ γένος εἶ

;

Ar.Pax186

, cf. Pl.Sph.216a: so in dat.,

γένει πολῖται D.23.24

; γένει υἱός, opp. an adopted son, Id.44.2; οἱ ἐν γένει, = συγγενεῖς, S.OT1430;

οἱ ἔξω γένους Id.Ant.660

;

οὐδὲν ἐν γένει Id.OT1016

;

γένει προσήκειν τινί X.An.1.6.1

;

γένει ἀπωτέρω εἶναι D. 44.13

: in gen., γένους εἶναί τινος to be of his race,

ἄναγνος καὶ γένους τοῦ Λαΐου S.OT1383

, cf. X.HG4.2.9; ἐγγυτέρω, ἐγγύτατα γένους, nearer, next of kin, Is.8.33, A.Supp.388.
2 direct descent, opp. collateral relationship,

γένος γάρ, ἀλλ' οὐχὶ συγγένεια Is.8.33

; αἱ κατὰ γένος βασιλεῖαι hereditary monarchies, Arist.Pol.1285a16, 1313a10.
II offspring, even of a single descendant,

σὸν γ. Il.19.124

, 21.186;

ἡ δ' ἄρ' ἔην θεῖον γ. οὐδ' ἀνθρώπων 6.180

;

ἁμὸν Οἰδίπου γ. A. Th.654

; Διὸς γ., of Bacchus, S.Ant.1117 (lyr.);

Τέκμησσα, δύσμορον γ. Id.Aj.784

.
2 collectively, offspring, posterity,

ἐκεῖνοι καὶ τὸ γ. τὸ ἀπ' ἐκείνων Th.1.126

;

ἐξώλη ποιεῖν αὐτὸν καὶ γ. καὶ οἰκίαν D.19.71

.
III generally, race, of beings,

θεῶν Ar.Th.960

;

ἡμιθέων γ. ἀνδρῶν Il.12.23

; ἡμιόνων, βοῶν γ., Il.2.852
, Od.20.212; ἵππειον γ., i.e. mules, S.Ant.342;

ἰχθύων πλωτὸν γ. Id.Fr.941.9

.
b clan, house, family, Hdt.1.125, etc.; Φρὺξ μὲν γενεῇ, γένεος δὲ τοῦ βασιληΐου ib.35; τοὺς ἀπὸ γένους men of noble family, Plu.Rom.21;

ἱερεὺς κατὰ γ. IG 5(1).497

, al.; also ἱέρεια ἀπὸ γένους, διὰ γένους, ib.607.29,602; esp. at Athens and elsewhere as a subdivision of the φρατρία, Arist.Ath. Fr.3, Pl.Alc.1.120e, etc.; = Lat.gens, D.S.4.21, Plu.Num.1.
c tribe, as a subdivision of ἔθνος, Hdt. 1.56,101.
d caste, Id.2.164.
e of animals, breed, Id.4.29.
2 age, generation, Od.3.245; γ. χρύσεον, etc., Hes.Op.109: hence, age, time of life,

γένει ὕστερος Il.3.215

, cf. Arist.Rh.1408a27.
IV sex, Epich.172.1, Pl.Smp.189d; gender, Arist.Rh.1407b7, Diog.Bab.Stoic.3.214, etc.
V class, sort, kind,

τὰ γ. τῶν κυνῶν ἐστι δισσά X.Cyn.3.1

;

τὸ φιλόσοφον γ. Pl. R.501e

; τὸ τῶν γεωργῶν [γ.] Id.Ti.17c, cf. R. 434b, Arist.Pol.1329a27;

τῶν ἰχθυοπωλῶν γ. Xenarch.7.4

;

τὸ τῶν παρασίτων γ. Nicol.

Com.1.1, etc.
2 in Logic, opp. εἶδος (species), Pl.Prm.129c, al., Arist.Top.102a31, 102b12, al.;

τὰ γ. εἰς εἴδη πλείω καὶ διαφέροντα διαιρεῖται Id.Metaph.1059b36

.
3 in the animal kingdom, τὰ μέγιστα γ., = the modern Classes, such as birds, fishes, Id.HA490b7, cf. 505b26; so in the vegetable kingdom, γένη τὰ μέγιστα, = σιτώδη, χεδροπά and ἀνώνυμα, Thphr.HP8.1.1.
b genus, τὸ τῶν καρκίνων γ., τὸ τῶν περιστερῶν γ., etc., Arist.HA487b17, 488a4;

τῶν δένδρων καὶ τῶν φυτῶν εἴδη πλείω τυγχάνει καθ' ἕκαστον γένος Thphr.HP1.14.3

;

τοῦ αὐτοῦ γένους [πίτυς] καὶ πεύκη Dsc. 1.69

, al.
c γένος τι a species of plant, Thphr.HP4.8.13; so later, γένη, = crops,

ἄλλοις γένεσι τοῖς πρὸς πυρὸν διοικουμένοις PTeb.66.43

, al. (ii B. C.);

οἷς ἐὰν αἱρῶμαι γένεσι πλὴν κνήκου PAmh.2.91.15

(ii A. D.); produce, POxy.727.20 (ii A. D.); materials, ib.54.16 (iii A. D.); ἐν γένεσιν in kind, opp. ἐν ἀργυρίῳ, PFay.21.10 (ii A. D.).
4 τὰ γ. the elements, Pl.Ti.54b. (Cf. Skt. jánas, gen. jánasas; Lat. genus, -eris, v. γίγνομαι.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γένος — race neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

  • γένος — το 1. η γενιά, η καταγωγή: Είναι από ένδοξο γένος. 2. φυλή, έθνος: Οι αγωνιστές του Γένους. 3. (γραμμ.), η κατηγοριοποίηση των ονομάτων σε αρσενικά, θηλυκά και ουδέτερα: Η λέξη θάλασσα είναι θηλυκού γένους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μεταβασις εις αλλο γενος — Unter einer Metábasis eis állo génos (gr. μετάβασις εἰς ἄλλο γένος, wörtl. Übergang in eine andere Art, gemeint hier: Begriffssphäre) oder Übergriff in ein anderes Gebiet versteht man zum einen einen plötzlichen Sprung in einer Beweisführung oder …   Deutsch Wikipedia

  • Ιούλιοι ή Ιούλιο γένος — Αρχαία ρωμαϊκή οικογένεια πατρικίων, που παρουσιάζεται στην ιστορία της Ρώμης από τα πρώτα χρόνια της δημοκρατίας. O πρώτος γνωστός Ιούλιος της οικογένειας αυτής ήταν ο Γάιος Ιούλιος Ίουλος, ύπατος το 489 π.Χ., o οποίος αναφέρεται στους… …   Dictionary of Greek

  • Μετάβασις εις άλλο γένος —         (metabasis eis allo genos) (греч.) переход в другой род. Логическая ошибка. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • Καλπούρνιο γένος — Αρχαίο ρωμαϊκό γένος που καταγόταν από πληβείους και άκμασε ιδίως τον 1ο αι. π.Χ. Τότε δημιουργήθηκε και η παράδοση για την καταγωγή του από τον Κάλπο, γιο του Νουμά. Με το όνομά τους συνδέονται οι Καλπούρνιοι νόμοι, που έτειναν προς κάποια… …   Dictionary of Greek

  • Χρύσεον γένος. — См. Золотой век …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οὐχ ἡ πόλις σου το γένος εὐγενὲς ποιεῖ… — См. Не место человека красит, но человек место …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ορεότραγος — Γένος αρτιοδάκτυλων θηλαστικών της οικογένειας των αντιλοπιδών. Πρόκειται για μικρόσωμες αντιλόπες της Αφρικής, που έχουν ύψος περίπου 60 εκ. και μικρά κέρατα. Στο γένος αυτό ανήκει και το είδος που οι ονομάζεται στην Αφρική ντικ ντικ. Οι ο.… …   Dictionary of Greek

  • λάπατο ή λάπαθο — Γένος δικοτυλήδονων, ποωδών φυτών της οικογένειας Polygonacea. Η επιστημονική του ονομασία είναι Rumex. Το γένος περιλαμβάνει 200 είδη μονοετή, διετή ή πολυετή, τα οποία απαντώνται κυρίως στο βόρειο ημισφαίριο. Η επιστημονική ονομασία του πιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”